Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδρομέας ο [epiδroméas] Ο21 : αυτός που κάνει επιδρομή, που εισβάλ λει σε ξένη χώρα με σκοπό την κατάκτηση ή τη λεηλασία της: Οι βάρβαροι / οι Γερμανοί επιδρομείς. || (ως περιλ. ουσ.) για σύνολο επιδρομέων: Ο στρατός μας αντιμετώπισε με θάρρος τον επιδρομέα. || (μτφ., ειρ.): Οι επιδρομείς των σουπερμάρκετ.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιδρομεύς, αιτ. -έα]