Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδοτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδοτώ [epiδotó] -ούμαι Ρ10.9 : α.παρέχω οικονομικά κίνητρα με στόχο την ενίσχυση ορισμένης οικονομικής δραστηριότητας· δίνω επιδότηση: Tο κράτος επιδοτεί τους κτηνοτρόφους για κάθε κιλό γάλατος ή κρέατος που πουλούν. ~ ένα προϊόν. Επιδοτείται μια οικονομική επιχείρηση, παίρνει οικονομική ενίσχυση. Επιδοτούμενα προϊόντα. β. δίνω επίδομα: Tο κράτος επιδοτεί τους τυφλούς / το τρίτο παιδί κάθε οικογένειας. Επιδοτούνται οι άπορες και πολύτεκνες οικογένειες.

[λόγ. επι- -δοτώ κατά το ελνστ. δωροδοτῶ `δίνω δώρα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες