Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδοκιμάζω [epiδokimázo] -ομαι Ρ2.1 : εκφράζω τη συμφωνία μου με κτ. που το θεωρώ σωστό. ANT αποδοκιμάζω: ~ τα λόγια / τις απόψεις / τα σχέδια κάποιου. Όλα τα κόμματα της βουλής επιδοκίμασαν την κυβερνητική στάση έναντι της Tουρκίας. ~ κπ., συμφωνώ με τα λόγια ή με τις πράξεις του. || εκφράζω τη συμφωνία μου με φωνές, χειρονομίες ή γενικά έντονα φιλική στάση: Tο ακροατήριο επιδοκίμασε ζωηρά το ρήτορα.
[λόγ. επι- δοκιμάζω μτφρδ. γαλλ. approuver]