Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδιορθώνω [epiδiorθóno] -ομαι Ρ1 : διορθώνω κτ., το επαναφέρω στην κατάσταση που ήταν πριν υποστεί μια ή περισσότερες βλάβες· (πρβ. επισκευάζω): ~ ένα σκισμένο ρούχο / ένα σπασμένο έπιπλο. Tα παπούτσια είναι πολύ χαλασμένα· δεν επιδιορθώνονται.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιδιορθ(ῶ) -ώνω]