Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδεξιότητα η [epiδeksiótita] Ο28 : η ικανότητα κάποιου να ασκεί ορισμένη δραστηριότητα όπως πρέπει και με κατάλληλους, ακριβείς, σωστούς χειρισμούς. ANT αδεξιότητα: Xειρίζεται το σπαθί με μεγάλη ~. Tο επάγγελμα του χειρούργου απαιτεί εξαιρετική ~ στα χέρια ενώ του ποδοσφαιριστή στα πόδια. || (επέκτ.) για πνευματική ικανότητα: Διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδεξιότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιδεξιότητα η· ’πιδεξιότητα· ’πιδεξότη· ’πιδεξότητα.
-
- α) Ικανότητα, επιδεξιότητα:
- δείχνουσι την τέχνη τως και ’πιδεξότη αμάδι (Ροδολ. Γ´ 70)·
- β) τέχνη, μαστοριά:
- με τόση ’πιδεξότητα την είχε καμωμένη (ενν. την ζγουραφιά) (Ερωτόκρ. Α´ 1495)·
- γ) ευστροφία:
- θέλω η ’πιδεξότη σου τώρα να με ’φελέσει (Ροδολ. Γ´ 131).
[αρχ. ουσ. επιδεξιότης. Η λ. και σήμ.]
- α) Ικανότητα, επιδεξιότητα: