Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδεινώνω [epiδinóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. κακό ή χειρότερο από ό,τι ήταν· χειροτερεύω: M΄ αυτά που λες / που κάνεις επιδεινώνεις τη θέση σου. Επιδεινώνεται η κατάσταση του αρρώστου / της εθνικής οικονομίας. Tα μεθοριακά επεισόδια επιδείνωσαν τις σχέσεις των δύο χωρών.
[λόγ. επι- δειν(ός) -ώ > -ώνω μτφρδ. γερμ. verschlechtern]