Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδεινώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδεινώνω [epiδinóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. κακό ή χειρότερο από ό,τι ήταν· χειροτερεύω: M΄ αυτά που λες / που κάνεις επιδεινώνεις τη θέση σου. Επιδεινώνεται η κατάσταση του αρρώστου / της εθνικής οικονομίας. Tα μεθοριακά επεισόδια επιδείνωσαν τις σχέσεις των δύο χωρών.

[λόγ. επι- δειν(ός) -ώ > -ώνω μτφρδ. γερμ. verschlechtern]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες