Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδεικτικός -ή -ό [epiδiktikós] Ε1 : που γίνεται έτσι, ώστε να προκαλεί το ενδιαφέρον και ιδίως να εντυπωσιάζει: Επιδεικτικό φέρσιμο. || (φιλολ.) ~ λόγος, είδος ρητορικού λόγου που εκφωνείται σε δημόσια τελετή για τον εγκωμιασμό γεγονότος, πράξης ή προσώπου· (πρβ. πανηγυρικός). || (για πρόσ.) που του αρέσει να επιδεικνύεται: ~ τύπος / χαρακτήρας.
επιδεικτικά ΕΠIΡΡ: Aπουσίασε / έφυγε ~ από την εκδήλωση. Σαλόνι ~ επιπλωμένο. [λόγ. < αρχ. ἐπιδεικτικός]