Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδείχνω [epiδíxno] -ομαι Ρ αόρ. επέδειξα, απαρέμφ. επιδείξει, παθ. αόρ. επιδείχτηκα, απαρέμφ. επιδειχτεί : (προφ.) επιδεικνύω.
[λόγ. < επιδεικνύω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δεικνύω > δείχνω]