Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδαπέδιος -α -ο [epiδapéδios] Ε6 : που βρίσκεται, ιδίως είναι τοποθετημένος, στο δάπεδο: Επιδαπέδια θέρμανση. Επιδαπέδιο φωτιστικό.
[λόγ. επι- δάπεδ(ον) -ιος]