Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδίωξη η [epiδíoksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδιώκω: H ~ του κέρδους είναι βασικό κίνητρο της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι θεμιτή η ~ κάθε ανθρώπου να χαρεί τη ζωή. || (συνήθ. πληθ.) σκοπός, στόχος: Οι επιδιώξεις του είναι υπερβολικά δυσανάλογες σε σύγκριση με τις δυνατότητές του.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιδίωξις (-σις > -ση) `συνε χής καταδίωξη΄ & κατά τη σημ. του επιδιώκω]