Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδίδω [epiδíδo] -ομαι Ρ πρτ. επέδιδα, αόρ. επέδωσα, απαρέμφ. επιδώσει, παθ. αόρ. επιδόθηκα, απαρέμφ. επιδοθεί : παραδίδω κτ. σε κπ. συνήθ. με επίσημο τρόπο: Οι νέοι πρεσβευτές επέδωσαν τα διαπιστευτήριά τους στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Tου επιδόθηκε κλήση για να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο. H συστημένη επιστολή επιδίδεται ιδιοχείρως στον παραλήπτη.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδίδωμι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δίδωμι > δίδω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιδίδω.
-
- 1) Πληρώνω:
- επιδίδει πρόστιμον (Ελλην. νόμ. 5544).
- 2) Παραδίδω:
- Καθέδρας … χηρευούσης, … τῳ μέλλοντι αρχιερεί … επιδώσωσιν (Διάτ. Κυπρ. 5088).
- 3) Δίνω πίσω, επιστρέφω κ.:
- ουκ επιδίδει η κλέψασα … τα ωά (Φυσιολ. B 1110).
- 4) (Προκ. για νερό) τρέχω:
- το θερμόν επέδιδε κι ελούνετον η κόρη (Αχιλλ. L 529).
[<αρχ. επιδίδωμι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πληρώνω: