Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδίδομαι [epiδíδome] Ρ αόρ. επιδόθηκα, απαρέμφ. επιδοθεί : α.ασχολούμαι συχνά και συνήθ. συστηματικά ή με επιτυχία με κτ., ιδίως με ορισμένη δραστηριότητα: Επιδίδεται στο ψάρεμα / στα σπορ. Επιδόθηκε στο εμπόριο και κέρδισε πολλά χρήματα. β. κάνω κτ. για αρκετή ώρα: Tο ζευγάρι αδιαφορώντας για τους παρισταμένους επιδόθηκε σε ερωτικές διαχύσεις.
[λόγ. μέσο του αρχ. ἐπιδίδωμι `δίνω επιπλέον, αφοσιώνομαι΄ & σημδ. γαλλ. s΄adonner]