Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδέχομαι [epiδéxome] Ρ3β (ιδ. στο γ' πρόσ. και στο ενεστ. θ.) : για κτ. που είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο ορισμένης ενέργειας, να υποστεί κτ., επιτρέπω: Aγροτικά προϊόντα όπως η ελιά δεν επιδέχονται μηχανική καλλιέργεια. Xωρίο αρχαίου κειμένου που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. H εγχείρηση δεν επιδέχεται αναβολή. Kατάσταση που δεν επιδέχεται βελτίωση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδέχομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιδέχομαι.
-
- (Απρόσ.) φαίνεται:
- αυτή δε μόνη μετ’ αυτήν την μοναχήν καυχίτσαν ήτον, ως επεδέχετο (Καλλίμ. 2420).
[αρχ. επιδέχομαι. Η λ. και σήμ.]
- (Απρόσ.) φαίνεται: