Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιδέξιος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
επιδέξιος, επίθ.· επιδέξος· ’πεδέξιος· ’πιδέξιος· ’πιδέξος.
  • 1)
    • α) Ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος:
      • θαύμαζεν πως ήτον ’πιδέξιος και ανδρειωμένος (Αχιλλ. L 63
    • β) έξυπνος:
      • πάλι το βραδύ στον ίδιον τόπο ευρίσκομέστα με ’πιδέξιον τρόπο (Βοσκοπ. 234).
  • 2)
    • α) (Προκ. για τόπο) κατάλληλος:
      • (Χρον. Μορ. H 9075
    • β) (γενικά) κατάλληλος, βολικός:
      • Στα Ιωάννινα τον έστειλεν … με μηνύματα έμορφα, επιδέξια (Χρον. Τόκκων 1177).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Κατάλληλες συνθήκες:
      • να έχουν περάσει απεκεί διού είχαν το ’πιδέξιο (Χρον. Μορ. P 400).
    • 2) Εξυπνάδα:
      • άκουσε το φρόνιμον, το επιδέξιόν του (Χρον. Τόκκων 138).
    • 3) Άνεση, «βολή» (κυρίως χρηματική):
      • ας έχω το ’πιδέξιον μου στην φυλακήν οπού ’μαι (Σαχλ. Β´ PM 313).
    • 4) Έκφρ. με το ’πιδέξιον ή τα ’πιδέξια = με τέχνη, με πονηρό τρόπο:
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 1875), (Ερωτοπ. 202).

[αρχ. επίθ. επιδέξιος. Ο τ. ’πιδέξιος και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδέξιος -α -ο [epiδéksios] Ε6 : που χαρακτηρίζεται από επιδεξιότητα. ANT αδέξιος. α. (για πρόσ.) που ενεργεί με επιδεξιότητα: Ένας ~ τεχνίτης / οδηγός / πιλότος. ~ διαπραγματευτής. ΠAΡ Tα μεταξωτά βρακιά* θέλουν κι επιδέξιους κώλους. β. (για πράξη) που έγινε με επιδεξιότητα: Επιδέξια κίνηση / πινελιά / ενέργεια. Aπέφυγε τη σύγκρουση μ΄ έναν επιδέξιο ελιγμό. επιδέξια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδέξιος]

[Λεξικό Κριαρά]
επιδεξιοσιά η· ’πιδεξοσά.
  • Επιδέξιος τρόπος, επιτηδειότητα:
    • θέλω με ’πιδεξοσά όλοι ν’ αποφασίσου (Ζήν. Γ´ 213).

[<ουσ. επιδεξιοσύνη κατά ουσ. σε σιά]

[Λεξικό Κριαρά]
επιδεξιοσύνη η· ’πιδεξιοσύνη· ’πιδεξοσύνη.
  • α) Επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα:
    • (Αχιλλ. L 1271
    • απήλθαν φρόνιμα μετά επιδεξιοσύνης (Χρον. Μορ. Η 4835
  • β) πονηριά· «τέχνη»·
    • (προκ. για γυναίκα) χάρη:
      • με … τες ’πιδεξιοσύνες σου εκατεδούλωσές με (Ερωτοπ. 48).

[<επίθ. επιδέξιος + κατάλ. σύνη. Ο τ. ’πιδεξιοσύνη στο Du Cange (λ. επιδέξιος). Τ. επιδεξοσύνη στο Βλάχ. Η λ. το 12. αι. (LBG, ω‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες