Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επιδέξια, επίρρ.· ’πεδέξια· ’πιδέξα· ’πιδέξια· ’πιδεξία.
-
- 1)
- α) Μ’ επιδεξιότητα:
- Όμορφα και ’πιδέξια ήσα βαλμένα (Βοσκοπ. 169)·
- β) με έντεχνο τρόπο, με μαστοριά:
- κλέπτω … ’πιδέξια (Σαχλ., Αφήγ. 890).
- α) Μ’ επιδεξιότητα:
- 2) Με σωστό τρόπο, ταιριαστά:
- εσύ ’πιδέξια αγάπα την (Δεφ., Λόγ. 440).
- 3) Με ευγενικό τρόπο, με λεπτότητα:
- ακτυπά την πόρτα ’πιδεξία (Μαχ. 26430· Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1509]).
- 4) Με κομψό τρόπο, ωραία:
- ’πιδέξι’ αρματωμένος (Ιμπ. (Legr.) 111).
[αρχ. επίρρ. επιδέξια. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- επιδεξιά η· ’πιδεξιά.
-
- Επιδεξιοσύνη, «τέχνη»:
- τες ’πιδεξιές του κονταριού ήρξατο να μαθαίνει (Ιμπ. 88).
[<επίθ. επιδέξιος. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Επιδεξιοσύνη, «τέχνη»: