Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιγονάτιο το [epiγonátio] Ο40 : ιερό άμφιο του επισκόπου, το οποίο έχει σχήμα ρόμβου, κρέμεται από τη ζώνη και ακουμπά στο δεξιό γόνατο: ~ φορούν και ορισμένοι πρεσβύτεροι που έχουν ειδικό τίτλο.
[λόγ. < μσν. επιγονάτιον < επι- γονατ- (δες γόνατο) -ιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιγονάτιον το.
-
- (Εκκλ.) άμφιο σε σχήμα ρόμβου:
- (Σεβήρ., Διαθ. 19193).
[<πρόθ. επί + ουσ. γονάτιον. Η λ. το 12. αι. (LBG), στο Meursius και σήμ. (‑ο)]
- (Εκκλ.) άμφιο σε σχήμα ρόμβου: