Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιγλωττίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιγλωττίδα η [epiγlotíδa] Ο26 : (ανατ.) λεπτός χόνδρος που βρίσκεται στη ρίζα της γλώσσας μπροστά στο λάρυγγα, του οποίου κλείνει την είσοδο κατά την κατάποση.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) ἐπιγλωττίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες