Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιγλωττίδα η [epiγlotíδa] Ο26 : (ανατ.) λεπτός χόνδρος που βρίσκεται στη ρίζα της γλώσσας μπροστά στο λάρυγγα, του οποίου κλείνει την είσοδο κατά την κατάποση.
[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) ἐπιγλωττίς, αιτ. -ίδα]