Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβραβεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβραβεύω [epivravévo] -ομαι Ρ5.1 : αναγνωρίζω την αξία ή τη σπουδαιότητα που έχει κάποιος ή κτ. και τον ανταμείβω: H κατάργηση της σχολικής βαθμολογίας, αν δεν επιβραβεύει, σίγουρα νομιμοποιεί την τεμπελιά. Tο λογοτεχνικό του έργο επιβραβεύτηκε από το αναγνωστικό κοινό με πολλαπλές εκδόσεις.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβραβεύω `παραχωρώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
επιβραβεύω.
  • 1) Ανταμείβω:
    • τῃ υμών πληθύι συγγνώμην επιβραβεύσω (Θεολ., Τζίρ. 3588).
  • 2) Χαρίζω:
    • φρόνησιν η Αθηνά … τούτον γουν επιβραβεύσει (Ερμον. Α 217).
  • 3) Επαινώ:
    • επιβραβεύω την φιλανθρωπίαν (Θεολ., Τζίρ. 35730).

[<πρόθ. επί + βραβεύω. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες