Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβλαβής -ής -ές [epivlavís] Ε10 : που προκαλεί βλάβη σε κπ. ή σε κτ.· βλαβερός. ANT επωφελής: Θα σε μηνύσω για ενέργειες / για διαδόσεις επιβλαβείς για τα συμφέροντά μου / για την υπόληψή μου.
επιβλαβώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπιβλαβής, ἐπιβλαβῶς]