Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβλέπων -ουσα -ον [epivlépon] Ε12 : που επιβλέπει, που ελέγχει και καθοδηγεί έτσι ώστε κτ., ιδίως ορισμένη εργασία, να γίνεται σωστά: ~ μηχανικός. ~ καθηγητής, που επιβλέπει τη σύνταξη μιας διδακτορικής διατριβής ή μιας μεταπτυχιακής εργασίας. || (ως ουσ.).
[λόγ. μεε. του επιβλέπω μτφρδ. γαλλ. superviseur & αγγλ. supervisor]