Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβλέπω [epivlépo] Ρ αόρ. επέβλεψα, απαρέμφ. επιβλέψει : α.παρακολουθώ με προσοχή, προσέχω αν κάποιος είναι ή συμπεριφέρεται όπως πρέπει: Zητείται κοπέλα για να επιβλέπει παιδάκια σε παιδικό σταθμό. β. ελέγχω και καθοδηγώ έτσι ώστε κτ., ιδίως ορισμένη εργασία, να γίνεται σωστά: Mηχανικός που επιβλέπει την κατασκευή ενός κτιρίου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβλέπω `παρατηρώ προσεχτικά΄ σημδ. γαλλ. surveiller & αγγλ. supervise]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιβλέπω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Βλέπω προσεκτικά, κοιτάζω καλά:
- εκείνος με επέβλεπεν, ίνα σπαθέαν με δώσῃ (Διγ. Esc. 1270)·
- β) βλέπω:
- κλαίει η καρδιά μου, το άπειρον διάστημα του δρόμου επιβλέπων (Διγ. Z 899).
- α) Βλέπω προσεκτικά, κοιτάζω καλά:
- 2) Παρακολουθώ, εποπτεύω, επιτηρώ:
- να επιβλέπουν τον λαόν (Χρον. Τόκκων 3230).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1) (Προκ. για το Θεό) ρίχνω βλέμμα με ενδιαφέρον για κάπ.:
- Ω δέσποτα, επίβλεψον γέροντες και παιδία (Θρ. Κύπρ. Μ 69).
- 2) Στρέφομαι:
- εις την πτωχείαν των Γραικών οφείλομεν ελεημονητικώς επιβλέψαι (Διάτ. Κυπρ. 5108).
- 1) (Προκ. για το Θεό) ρίχνω βλέμμα με ενδιαφέρον για κάπ.:
[αρχ. επιβλέπω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβλέπων -ουσα -ον [epivlépon] Ε12 : που επιβλέπει, που ελέγχει και καθοδηγεί έτσι ώστε κτ., ιδίως ορισμένη εργασία, να γίνεται σωστά: ~ μηχανικός. ~ καθηγητής, που επιβλέπει τη σύνταξη μιας διδακτορικής διατριβής ή μιας μεταπτυχιακής εργασίας. || (ως ουσ.).
[λόγ. μεε. του επιβλέπω μτφρδ. γαλλ. superviseur & αγγλ. supervisor]