Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβιώνω [epivióno] Ρ1α : 1.(για ζωντανό οργανισμό) εξακολουθώ να διατηρούμαι στη ζωή έχοντας αντιμετωπίσει αντίξοες συνθήκες, φυσικές, κοινωνικές κτλ.: Στον αγώνα της ζωής επιβιώνουν τα ισχυρότερα ζωικά είδη. Ο άνθρωπος κάνει το παν για να επιβιώσει. 2. (μτφ.) α. (ιδ. για πολιτιστικό στοιχείο) εξακολουθώ να υπάρχω· διατηρούμαι: Πανάρχαια έθιμα που επιβιώνουν ως σήμερα. β. (ιδ. για οικονομική επιχείρηση) εξακολουθώ να λειτουργώ, αποφεύγω το κλείσιμο: Bιομηχανίες που αντιμετωπίζουν σκληρό ανταγωνισμό απλώς επιβιώνουν.
[λόγ. επιβι(ώ) -ώνω < αρχ. αόρ. ἐπεβίων (χωρίς ενεστ.) `συνεχίζω να ζω΄ & σημδ. γαλλ. survivre & αγγλ. survive]