Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβιβάζω [epivivázo] -ομαι Ρ2.1 : ανεβάζω κπ. σε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψει. ANT αποβιβάζω: Επιβίβασαν το φυγάδα σε αεροπλάνο και τον έστειλαν στη χώρα του. || (συνήθ. παθ.) ανεβαίνω σε μεταφορικό μέσο: Οι ταξιδιώτες επιβιβάστηκαν στα πούλμαν και ξεκίνησαν. Επιβιβάζομαι σε πλοίο, μπαρκάρω.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβιβάζω (συνήθ. σε πλοίο)]