Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβεβαίωση η [epivevéosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβεβαιώνω. 1α. πλήρης, απόλυτη βεβαίωση: H ταραχή είναι ~ της ενοχής του. β. επαλήθευση: ~ των φημών. 2. (για πρόσ.) η αναγνώριση κάποιου ως κτ. σημαντικό: Ο άνθρωπος επιδιώκει την ~ της προσωπικότητάς του.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβαίω(σις) -ση]