Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβατικός -ή -ό [epivatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον επιβάτη, ιδιαίτερα για μεταφορικό μέσο που προορίζεται για μεταφορά επιβατών· (πρβ. φορτηγό): Tο επιβατικό αυτοκίνητο / πλοίο / τρένο / αεροπλάνο. || Tο επιβατικό κοινό, το σύνολο των επιβατών: H απεργία των οδηγών των λεωφορείων ταλαιπώρησε αφάνταστα το επιβατικό κοινό.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβατικός `που αναφέρεται στους επιβάτες΄ & σημδ. αγγλ. passenger]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες