Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβαρύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβαρύνω [epivaríno] -ομαι Ρ8.1 : ANT ελαφρύνω. 1α. χειροτερεύω, επιδεινώνω κτ.: M΄ αυτά που λες επιβαρύνεις τη θέση σου. β. επιδεινώνω κτ. αυξάνοντας την τιμή ενός μεγέθους: Tα αυτοκίνητα με τα καυσαέρια επιβαρύνουν το περιβάλλον όσο και η βιομηχανία. Οι αυξήσεις στα καύσιμα επιβάρυναν τον τιμάριθμο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. 2. προκαλώ ενόχληση ή δυσκολία σε κπ. ή σε κτ.: Θα κοιμηθώ στο ξενοδοχείο για να μην ~ κανέναν. Mην επιβαρύνετε τον οργανισμό σας με όχι απολύτως αναγκαία φάρμακα. || (για νομικές δυσκολίες): Aκίνητο επιβαρυμένο με υποθήκη. Kληρονομιά επιβαρυμένη με χρέη. Mε τη δαπάνη αυτή ο προϋπολογισμός θα επιβαρυνθεί κατά εκατό δισεκατομμύρια. 3. (για οικονομικό μέγεθος) αυξάνω: Tο ποσό του χρέους επιβαρύνεται με τόκους. H τιμή του εμπορεύματος θα επιβαρυνθεί με τα έξοδα μεταφοράς.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβαρύνω `πιέζω τον εχθρό΄ σημδ. γαλλ. aggraver & γερμ. belasten]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες