Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβάτης ο [epivátis] Ο10 θηλ. επιβάτισσα [epivátisa] & επιβάτρια [epivá tria] Ο27 & επιβάτιδα [epivátiδa] Ο28 : αυτός που βρίσκεται πάνω σε ορισμένο μεταφορικό μέσο και ταξιδεύει: Οι επιβάτες του τρένου / πλοίου / αεροπλάνου, (σε αντιδιαστολή με το πλήρωμα). ~ αυτοκινήτου / μοτοσικλέτας, (σε αντιδιαστολή με τον οδηγό). || (εκκλ.): ~ του θρόνου, για επίσκοπο που κατέχει αντικανονικά τη θέση του.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιβάτης, αρχ. σημ.: `στρατιώτης που μάχεται από πλοίο΄· λόγ. επιβάτ(ης) -ισσα, -τρια, -ις > -ιδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιβάτης ο.
-
- 1) Επιβάτης:
- (Βίος Αλ. 71).
- 2) Ιππέας:
- έφυγον όπισθε και ακόντων των επιβάτων και οπλίτων (Ιστ. πολιτ. 7319)·
- (σε μεταφ.):
- ρήξας τας ηνίας ανέτῳ δρόμῳ φέρεται πόρρω που της ευθείας, περιφρονών … τον επιβάτην λόγον (Γλυκά, Αναγ. 210).
- 3) (Εκκλ., προκ. για πατριάρχη) αυτός που ανεβαίνει στον πατριαρχικό θρόνο αντικανονικά:
- (Ιστ. πατρ. 14017).
[αρχ. ουσ. επιβάτης. Η λ. και σήμ.]
- 1) Επιβάτης: