Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβάρυνση η [epivárinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβαρύνω. ANT ελάφρυνση. 1α. χειροτέρευση, επιδείνωση: H ~ της θέσης του κατηγορουμένου. β. επιδείνωση που προκαλείται από την αύξηση ενός μεγέθους: ~ του περιβάλλοντος με ρύπους. 2. πρόκληση ενόχλησης ή δυσκολίας: Θα ήταν μεγάλη ~, αν σου ζητούσα να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό / να μου δανείσεις λίγα χρήματα; 3. (για οικονομικά μεγέθη) αύξηση: ~ του κόστους παραγωγής / της τιμής ενός αγαθού. || πρόσθετη δαπάνη: Όταν πληρώνουμε με δόσεις, έχουμε κάποια μικρή ~.
[λόγ. επιβαρύν(ω) -σις > -ση]