Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επηρμένος -η -ο [epirménos] Ε3 μππ. του επαίρομαι : που χαρακτηρίζεται από έπαρση: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
επηρμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. μππ. ἐπηρμένος του αρχ. ρ. ἐπαίρομαι]