Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επευφημώ [epefimó] -ούμαι Ρ10.9 : εκδηλώνω με φωνές ή κραυγές έντονη επιδοκιμασία ή ενθουσιασμό για κπ.: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την προσέλευσή του επευφημήθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος. Οι φίλαθλοι επευφημούν την ομάδα τους.
[λόγ. < αρχ. ἐπευφημῶ]