Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επευφημία η [epefimía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επευφημώ· εκδήλωση έντονης επιδοκιμασίας ή ενθουσιασμού για κπ: Tο πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα κι επευφημίες.
[λόγ. επευφημ(ώ) -ία]