Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεξηγώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επεξηγώ [epeksiγó] -ούμαι Ρ10.9 : εξηγώ κτ. με περισσότερες λεπτομέρειες: Παραδείγματα που επεξηγούν τον ορισμό, τον διασαφηνίζουν.

[λόγ. < ελνστ. ἐπεξηγοῦμαι ενεργ. κατά το εξηγώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες