Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επεξήγηση η [epeksíjisi] Ο33 : 1.πρόσθετη εξήγηση, επιπλέον ανάλυση ή περιγραφή ενός αντικειμένου: Όλα είναι σαφή· δε χρειάζονται σχόλια ή επεξηγήσεις. 2. (γραμμ.) προσδιορισμός που αναφέρεται σε γενικότερη έννοια και την επεξηγεί: H ~ συχνά συνοδεύεται από τη λέξη “δηλαδή”. Ως ~ χρησιμοποιείται οποιοδήποτε όνομα, έκφραση ή και ολόκληρη πρόταση.
[λόγ. < αρχ. ἐπεξήγη(σις) -ση (στη σημ. 1)]