Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επενδύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επενδύω [epenδío] -ομαι Ρ9 : κάνω επένδυση. I. καλύπτω την επιφάνεια ενός στερεού αντικειμένου με άλλο στέρεο υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμηση: Οι τοίχοι του μπάνιου είναι επενδυμένοι με πλακάκια. || καλύπτω την επιφάνεια συνήθ. με ύφασμα, δέρμα κτλ.: ~ τον καναπέ / την πολυθρόνα. II1. διαθέτω ένα χρηματικό ποσό για: α. την ίδρυση, την επέκταση ή τη λειτουργία μιας οικονομικής επιχείρησης: Για την ίδρυση του εργοστασίου η εταιρεία θα επενδύσει πολλά εκατομμύρια δραχμές. Aπαλλάσσονται από τη φορολογία τα κέρδη των ξένων επιχειρήσεων που επενδύονται στη χώρα μας. β. την αγορά μη καταναλωτικού αγαθού: Aγόρασε ένα οικόπεδο για να επενδύσει τις οικονομίες του. 2. (μτφ.) εξαρτώ τους μελλοντικούς μου στόχους, το μέλλον μου γενικά, από κπ. ή από κτ., στηρίζω γενικά το μέλλον μου σε κπ. ή σε κτ.: H διάλυση του γάμου ήταν γι΄ αυτή βαρύ πλήγμα, καθώς σ΄ αυτόν είχε επενδύσει τα πάντα.

[λόγ. < ελνστ. ἐπενδύω `φορώ από πάνω΄, σημδ.: Ι: γαλλ. revêtir· ΙΙ: αγγλ. invest & γαλλ. investir]

[Λεξικό Κριαρά]
επενδύω.
  • I. (Ενεργ.) τοποθετώ κ. πάνω σε κ. άλλο:
    • μαλάγματα … επενδύσεις εις έκαστον δάκτυλον (Ορνεοσ. αγρ. 55715‑6).
  • II. Μέσ.
    • 1) Είμαι περιτυλιγμένος:
      • αμπέλοις επενδύοντο τα πλείονα των δένδρων (Διγ. Z 2772).
    • 2) Κυριεύομαι από κάπ. συναίσθημα:
      • Υπερβάλλοντος δε φόβου των Ελλήνων η στρατεία επενδύθησαν οι πάντες (Ερμον. Ν 129).

[αρχ. επενδύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες