Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επεμβατισμός ο [epemvatizmós] Ο17 : (πολ.) η τάση ενός κράτους να επεμβαίνει στις υποθέσεις άλλων κρατών.
[λόγ. *επεμβα(τικός) -ισμός < επέμβα(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. interventionisme]