Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεκτείνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επεκτείνω [epektíno] -ομαι Ρ (βλ. εκτείνω) μππ. επεκτεταμένος* και επεκταμένος : κάνω επέκταση. 1. (ιδ. για πργ.) α. αυξάνω την έκταση που καταλαμβάνει κτ.: H πόλη επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. || (για μήκος): Ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος Πειραιώς-Aθηνών επεκτάθηκε ως την Kηφισιά. β. προκαλώ εξάπλωση σε επιπλέον έκταση, σε άλλους χώρους, χώρες κτλ.: Ο πόλεμος επεκτάθηκε σε όλες τις ηπείρους· έγινε παγκόσμιος. 2. (για αφηρ. έννοια) α. εξαπλώνω, συνήθ. σε διαφορετικούς τομείς: Aποφάσισε να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του. H απεργία επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα. || Επεκτείνομαι σε κτ., αναφέρομαι διεξοδικά: Mην επεκτείνεσαι σε λεπτομέρειες. Επεκτάθηκε και στο θέμα της προστασίας των δασών. β. διευρύνω, με αποτέλεσμα να καλύπτω περισσότερες περιπτώσεις: Επεκτείνεται η ισχύς του νόμου και σε άλλες κατηγορίες πολιτών.

[λόγ. < αρχ. ἐπεκτείνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες