Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επεισοδιακός -ή -ό [episoδiakós] Ε1 : που κατά τη διάρκειά του έγιναν επεισόδια, απρόοπτα ή βίαια γεγονότα: Επεισοδιακή συζήτηση / συνεδρίαση / ημέρα. Ένας ~ ποδοσφαιρικός αγώνας. Επεισοδιακό πάρτι. || που προκαλεί αίσθηση, σχόλια, εντύπωση: Επεισοδιακή εμφάνιση.
επεισοδιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. επεισόδι(ον)2α -ακός]