Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επειγόντως [epiγóndos] επίρρ. τροπ. : γρήγορα, βιαστικά, χωρίς καθυστέρηση: Xρειάστηκε να εισαχθεί ~ σε νοσοκομείο.
[λόγ. επειγοντ- (δες επείγων) -ως]