Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επείγων -ουσα -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επείγων -ουσα -ον [epíγon] Ε12 λόγ. γεν. θηλ. και επειγούσης: α. που επείγει, που πρέπει να αντιμετωπιστεί γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση : Επείγουσα ανάγκη. Επείγουσα ενέργεια. Επείγουσα λήψη αποφάσεως. Μη βιάζεσαι, δεν είναι επείγον. Τα επείγοντα θέματα / προβλήματα / περιστατικά. Θέματα επειγούσης φύσεως. || (ως ουσ.) το επείγον α. η ιδιότητα αυτού που χαρακτηρίζεται ως επείγων: Λόγω του επείγοντος της καταστάσεως. Το νομοσχέδιο συζητήθηκε και ψηφίστηκε με τη διαδικασία του επείγοντος. β. καθετί που χαρακτηρίζεται ως επείγον: Το νοσοκομείο δέχεται σήμερα μόνο τα επείγοντα, τα επείγοντα περιστατικά. β. που πρέπει να σταλεί και να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του: Επείγουσα διαταγή / εγκύκλιος. Επείγον έγγραφο. || (ως χαρακτηρισμός): Επείγον τηλεγράφημα / σήμα / γράμμα. Στείλ' το επείγον. || (ως ουσ.) το επείγον τηλεγράφημα, γράμμα κτλ. επειγόντως* ΕΠΙΡΡ.

[λόγ. μεε. του αρχ. ἐπείγω (πρβ. αρχ. ἐπειγόμενος ‘που βιάζεται’) ενεργ. κατά το γαλλ. urgent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες