Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαφίεμαι [epafíeme] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) αφήνω, εμπιστεύομαι, τον εαυτό μου ή κτ. που με ενδιαφέρει, σε κπ. ή σε κτ. άλλο: ~ στην ευθυκρισία / εντιμότητά σου. ~ στις καλές σας προθέσεις. ~ στην κρίση / στην επιείκεια του δικαστηρίου. H τήρηση του συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
[λόγ. μέσο < ελνστ. ενεργ. ἐπαφίημι `αφήνω επάνω΄, αρχ. σημ.: `ρίχνω προς΄ κατά τη σημ. του ετυμολογικά συγγ. αφήνω σημδ. γαλλ. s΄en rapporter à]