Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επαφήνω.
-
- 1) Εγκαταλείπω· χάνω:
- αίσθησιν, νουν και λογισμόν και γνώσιν επαφήκα (Καλλίμ. 1178).
- 2) Κληροδοτώ:
- Περί εκείνου τό επαφήνει η συμβία του συμβίου της, όταν αποθάνει (Ασσίζ. 26323).
- 3) Φρ. επαφήνω φωνήν = πεθαίνω:
- (Διγ. Gr. 3328).
[<αρχ. επαφίημι. Πβ. και απαφήνω]
- 1) Εγκαταλείπω· χάνω: