Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαυξάνω [epafksáno] -ομαι Ρ (βλ. αυξάνω) : 1α.αυξάνω επιπλέον, ακό μη περισσότερο κτ.: M΄ αυτά που κάνεις επαυξάνεις τις υπάρχουσες δυσκολίες. (έκφρ.) συμφωνώ και ~, δέχομαι κτ. και μάλιστα περισσότερο από όσο προτείνει κάποιος άλλος. β. (μππ.): Επαυξημένη έκδοση βιβλίου, που περιέχει περισσότερα στοιχεία· συμπληρωμένη. Έκδοση τρίτη, επαυξημένη και βελτιωμένη. || (γραμμ.): Επαυξημένη πρόταση, που εκτός από τους κύριους όρους έχει και δευτερεύοντες. 2. (σπάν.) αυξάνομαι επιπλέον: Επαυξάνουν οι υποχρεώσεις.
[λόγ. < αρχ. ἐπαυξάνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επαυξάνω· επαυξαίνω.
-
- Α´ (Μτβ.) (προκ. για φλόγα) δυναμώνω:
- (Σπαν. P 131).
- Β´ (Αμτβ.) γίνομαι μεγαλύτερος, μεγαλώνω:
- εγέννησεν τον ευγενή Βασίλειον τον Ακρίτην, και πλέον τότ’ επηύξησεν του αμιρά ο πόθος (Διγ. Z 584).
[αρχ. επαυξάνω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) (προκ. για φλόγα) δυναμώνω: