Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαρχιώτικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαρχιώτικος -η -ο [eparxiótikos] Ε5 : που αναφέρεται στον επαρχιώτη, στον άνθρωπο με αντίστοιχη νοοτροπία, συμπεριφορά, κουλτούρα κτλ. ή στην επαρχία2: Επαρχιώτικο ντύσιμο / φέρσιμο. Επαρχιώτικες συνήθειες. επαρχιώτικα ΕΠIΡΡ.

[επαρχιώτ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες