Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαρχιωτισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαρχιωτισμός ο [eparxiotizmós] Ο17 : κάθε μειωτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τον επαρχιώτη ή την επαρχία2: Πνευματικός / πολιτιστικός ~. Aρνείται τόσο τον επαρχιωτισμό όσο και τον κοσμοπολιτισμό.

[λόγ. επαρχιώτ(ης) -ισμός μτφρδ. γαλλ. provincialisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες