Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαρκώ [eparkó] Ρ10.10α : α.είμαι αρκετός, υπάρχω στην αναγκαία ποσότητα: Tα αποθέματα καυσίμων, που διαθέτει η χώρα μας, επαρκούν μόνο για ένα μήνα, φτάνουν. β. (για πρόσ.) έχω τις απαραίτητες ικανότητες για κτ.
[λόγ. < αρχ. ἐπαρκῶ]