Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επαρκής -ής -ές [eparkís] Ε10 : που επαρκεί, που χαρακτηρίζεται από επάρκεια. ANT ανεπαρκής. α. που υπάρχει στην αναγκαία ποσότητα: Επαρκείς ποσότητες εφοδίων. Aπαιτείται ~ γνώση μιας ξένης γλώσσας. β. (για πρόσ.) που έχει τις απαραίτητες ικανότητες για κτ.: Kρίθηκε ~ για τη θέση του διευθυντή.
επαρκώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπαρκής, αρχ. σημ.: `που βοηθάει΄· λόγ. < ελνστ. ἐπαρκῶς]