Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαρκής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαρκής -ής -ές [eparkís] Ε10 : που επαρκεί, που χαρακτηρίζεται από επάρκεια. ANT ανεπαρκής. α. που υπάρχει στην αναγκαία ποσότητα: Επαρκείς ποσότητες εφοδίων. Aπαιτείται ~ γνώση μιας ξένης γλώσσας. β. (για πρόσ.) που έχει τις απαραίτητες ικανότητες για κτ.: Kρίθηκε ~ για τη θέση του διευθυντή. επαρκώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαρκής, αρχ. σημ.: `που βοηθάει΄· λόγ. < ελνστ. ἐπαρκῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες