Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανόρθωση η [epanórθosi] Ο33 : 1α.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανορθώνω: ~ αδικιών / ζημιών. β. ηθική ικανοποίηση ή υλική αποζημίωση για ορισμένη προσβολή, βλάβη κτλ.: Δικαστική ~, που επιβάλλεται από το δικαστήριο. || (πληθ., νομ.) πολεμική αποζημίωση που η νικήτρια χώρα επιβάλλει στη νικημένη για τις υλικές ζημίες που η τελευταία τής έχει προκαλέσει: Διεθνής επιτροπή επανορθώσεων. Οι γερμανικές επανορθώσεις. 2. σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται μία λέξη ή φράση, η οποία έχει παρόμοια σημασία θεωρείται όμως πιο κατάλληλη από την προηγούμενη.
[λόγ. < αρχ. ἐπανόρθω(σις) -ση]