Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανορθώσιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανορθώσιμος -η -ο [epanorθósimos] Ε5 : που είναι δυνατό να επανορθωθεί.

[λόγ. επανορθω- (δες επανορθώνω) -σιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες