Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανορθώνω [epanorθóno] -ομαι Ρ1 : α.επαναφέρω κτ. στην προηγούμενη καλή κατάστασή του: ~ τις ζημιές / τις βλάβες, τις επισκευάζω. β. μειώνω τις βλαπτικές συνέπειες μιας πράξης μου με άλλη πράξη: Οι εφημερίδες επανορθώνουν σήμερα τις χθεσινές τους ανακρίβειες. Θα επανορθωθούν οι αδικίες του παρελθόντος. Aν δεν επανορθώσει, εγώ δεν πρόκειται να τον ξαναδώ. Tην κατέστησε έγκυο, είναι όμως πρόθυμος να επανορθώσει με το γάμο.
[λόγ. < αρχ. ἐπανορθ(ῶ) -ώνω]