Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επανεξετάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανεξετάζω [epaneksetázo] -ομαι Ρ2.1 : εξετάζω εκ νέου κπ. ή κτ.: Οι μαθητές που απορρίπτονται τον Iούνιο μπορούν να επανεξεταστούν το Σεπτέμβριο. Οι κάτοικοι της περιοχής που θίγονται από τις απαλλοτριώσεις ζητούν να επανεξεταστεί η περίπτωσή τους.

[λόγ. επαν(α)- εξετάζω μτφρδ. γαλλ. réexaminer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες